- εύκολπος
- -η, -ο (ΑΜ εὔκολπος, -ον)(για τόπους, ακτές κ.λπ.) αυτός που έχει καλούς κόλπους ή καλά λιμάνιααρχ.-μσν.(για δίχτυ) αυτός που έχει ωραίες πτυχέςαρχ.(για γυναίκα) αυτή που έχει ωραίο κόλπο («Κύπριδος εὐκόλποιο», Χριστόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κόλπος].
Dictionary of Greek. 2013.